- κατουρίζω
- κατουρίζω (Α)1. φέρνω πλοίο στο λιμάνι με ούριο άνεμο2. φέρω κάτι σε ευτυχές τέλος («τάδ' ὀρθῶς ἔμπεδα κατουρίζει», Σοφ.)3. (Ησύχ.) χρησιμοποιώ όλα τα καραβόσχοινα, δεν παραμελώ τίποτε.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + οὐρίζω «μεταφέρω με ευνοϊκό άνεμο» (< οὖρος (I) «ευνοϊκός άνεμος»)].
Dictionary of Greek. 2013.